- οὔϊγγον
- οὔϊγγον, [full] οὔϊπον, [full] οὔϊτον (the spelling varies), τό,A Egyptian arum, Colocasia antiquorum, Thphr.HP1.1.7, 1.6.9, 11; cf. οὐϊτόν· τὸ ὑπ' ἐνίων οἰτόν, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ούιγγον — οὔϊγγον και οὔϊπον και οὔϊτον, τὸ (Α) αιγυπτιακό φυτό, ίσως η κολοκασία η αρχαία, με βολβώδη ρίζα που τρώγεται … Dictionary of Greek